obsédé - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

obsédé - translation to γαλλικά


obsédée      
{f}, { adj } ({ fém } от obsédé)
obsédé      
одержимый [навязчивой идеей]; поглощённый мыслью (о + Я); фанатичный;
un obsédé de la moto - фанатик мотоспорта;
un obsédé sexuel - сексуальный маньяк
obsédé      
1. { adj } ({ fém } - obsédée)
1) одержимый навязчивой идеей; фанатичный; поглощенный мыслью
2) сексуально озабоченный
2. {m} ({f} - obsédée)
1) фанатик, фанатичка
2) obsédé (sexuel) — сексуальный маньяк
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για obsédé
1. Son mari d‘abord, un intellectuel obsédé par la beauté féminine.
2. Et non obsédé, constamment, par ceux qui l‘entourent.
3. Alexandre Demidoff Samedi 2 juin 2007 Un obsédé du cśur.
4. Grant est obsédé par l‘aspect tactique du jeu, ce qui plaît au magnat russe.
5. Je suis un peu obsédé par le temps, au sens large.